- παντολέτειρα
- παντ-ολέτειρα, ἡ, Allverderberin
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
παντολέτειρα — destroyer of all fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παντολέτειρα — ἡ, Α βλ. παντολέτης … Dictionary of Greek
παντολέτης — ό, θηλ. παντολέτειρα, Α αυτός που καταστρέφει τα πάντα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο) * + ὀλέτης (< ὄλλυμι «καταστρέφω»), πρβλ. ψυχ ολέτης] … Dictionary of Greek